θυρίου

θυρίου
θύριον
little door
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Anaktorio — Gemeinde Vonitsa Anaktorio Δήμος Βόνιτσας Ανακτορίου (Βόνιτσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Vonitsa — Gemeinde Vonitsa Anaktorio Δήμος Βόνιτσας Ανακτορίου (Βόνιτσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Vonitsa-Anaktorio — Stadtgemeinde Vonitsa Anaktorio (1997–2010) Δήμος Βόνιτσας Ανακτορίου (Βόνιτσα) …   Deutsch Wikipedia

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • Ανακτορίου, δήμος — Νέος δήμος (8.830 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Βονίτσης, καθώς και τις κοινότητες Αγίου Νικολάου, Δρυμού, Θυρίου, Μοναστηρακίου και Παλιαμπέλων, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Σπαρτοχώρι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (511 κάτ., υψόμ. 50 μ.) στην επαρχία Λευκάδας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του Μεγανησίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σφακιωτών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην επαρχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”